- πρώην
- ΝΜΑ, και πρῴην και δωρ. τ. πρώαν και πρᾱν και συνηρ. τ. πρῶν ή πρῷν και πρόαν Αεπίρρ. νεοελλ.1. άλλοτε2. τέως («ο πρώην δήμαρχος»)μσν.φρ. «ἐκ πρώην» — από παλιάμσν.-αρχ.προχθές («χθές τε καὶ πρώην», Αριστοφ.)αρχ.1. μόλις πριν από λίγο, πρόσφατα, άρτι2. (σε βιβλίο) πιο πάνω, παραπάνω3. προ πολλού, πριν από πολύ καιρό.[ΕΤΥΜΟΛ. Τα επιρρ. πρώην και πρωί έχουν σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο επίρρ. *πρώ, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό, με εκτεταμένο το φωνήεν τής ρίζας (πρβλ. λατ. prō, βλ. και λ. προ) και μπορούν να παραβληθούν με τα επίσης χρονικής σημασίας: αρχ. άνω γερμ. fruo «το πρωί», γερμ. fruh «νωρίς», αρχ. ινδ. prā-tar- «νωρίς». Το επίρρ. πρώην προήλθε πιθ. από την αιτ. θηλ. ενός αρχ. επιθ. ή σχηματίστηκε αναλογικά προς άλλα επιρρ. προερχόμενα από αιτιατικές (πρβλ. ἄντην, δήν, πλήν). Ο τ. πρῴην κατά τον τ. πρῴ τού επιρρ. πρωί, ο τ. πρόᾱν < πρώᾱν / πρώην, με βράχυνση τού -ω- για μετρικούς λόγους, ενώ, τέλος, ο τ. πρᾶν < πρόαν, με συναίρεση].
Dictionary of Greek. 2013.